Βαλλίστρα Εκτόξευσης Βλημάτων Με Υγρό Πυρ

ΟΡΦΑΝΟΥΔΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
03115
Ύψος (m):0.00 Διάμετρος (m):0.00 Πλάτος(m):0.00 Βάρος (Kgr)0.00 Αναλυτικές διαστάσεις:
Μήκος (m):0.00
ΞΥΛΟ, ΣΙΔΗΡΟΣ, ΧΑΛΚΟΣ, ΟΡΕΙΧΑΛΚΟΣ, ΣΧΟΙΝΙ
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Αντικείμενα Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας
ΕΛΛΑΔΑ

Πρόκειται για βαλλίστρα στην οποία έχει τοποθετηθεί χάλκινος σωλήνας για την εκτόξευση βλημάτων που περιείχαν υγρό πυρ. Χρησιμοποιήθηκε σε πολιορκίες, τόσο από τους πολιορκητές όσο και από τους πολιορκούμενους αλλά και σε ναυμαχίες

Οι αρχαίοι μηχανικοί Φίλων, Ήρων και Βιτρούβιος (10, X) περιγράφουν στα έργα τους βλητικές μηχανές και πολεμικά όργανα με τα οποία ήταν εξοπλισμένα τα στρατεύματα της εποχής τους. Στα όπλα αυτά ανήκει και ο καταπέλτης και η βαλλίστρα. Πρόκειται για πολεμικό μηχάνημα της κατηγορίας των "αφετηρίων οργάνων" ικανό να εκτοξεύει μεγάλα βέλη, ακόντια, πέτρες και αργότερα το υγρό πυρ σε μεγάλη απόσταση και με ισχυρή διατρητική δύναμη. Προϊόν της προόδου της μηχανικής, εφευρέθηκε στις Συρρακούσες το 399 π.Χ. από τους μηχανικούς που συγκέντρωσε τότε ο Διονύσιος ο Πρεσβύτερος και τους ανέθεσε να ενισχύσουν με νέο όπλο το πολεμικό του δυναμικό στις παραμονές της εκστρατείας που σχεδίαζε εναντίον των Καρχηδονίων. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά με επιτυχία στη μάχη στο λιμάνι της Μοτύης, όπως αναφέρει ο Διόδωρος. Αργότερα διαδόθηκε και στην Ελλάδα. Βαθμιαία εξελίχθηκε σε διάφορους τύπους. Τα κύρια μέρη του καταπέλτη είναι: ο ορθοστάτης, ξύλινη ισχυρή δοκός, κατακόρυφα τοποθετημένη, που στηριζόταν σε βάση τριγωνική ή τετράγωνη, το τόξο το οποίο σχημάτιζαν δύο ξύλινοι βραχίονες, που λεγόταν τόνοι, προσδεδεμένοι πάνω στον ορθοστάτη και μια χορδή κατασκευασμένη από τρίχες ή τένοντες βοδιών, κατάλληλα επεξεργασμένους, η σύριγξ, ξύλινη δοκός, με πλατύτερη επιφάνεια τοποθετημένη κάθετα προς τον ορθοστάτη και στηριζόμενη με το ένα άκρο της πάνω σε αυτός και προς το τέλος του άλλου άκρου της, σε ορισμένη απόσταση προς τα πίσω, πάνω σε ξύλινη δοκό. Τέλος η κατακλείδα και οι στρόφαλοι, τοποθετημένοι στο πίσω άκρο της σύριγγος. Το πάχος του τόνου προσδιόριζε το μέγεθος των άλλων στοιχείων του καταπέλτη και ήταν η βάση για τον υπολογισμό τους κατά την κατασκευή. Το βεληνεκές ήταν αρχικά 200 μ. και αργότερα έφτασε τα 750 μ. Το βάρος τους ποίκιλλε μεταξύ 40 και 300 κιλών και ανάλογα με αυτό χαρακτηριζόταν σε μείζονες και ελάσσονες. Τους πρώτους τους χρησιμοποιούσαν μόνο οι πολιορκητές, τους δεύτερους και οι πολιορκούμενοι επειδή μπορούσαν να τους ανεβάζουν και να τους τοποθετούν πάνω στα τείχη. Ο καλός χειρισμός του καταπέλτη, ώστε να εξασφαλίζεται το επιθυμητό βεληνεκές και να γίνεται καλή σκόπευση απαιτούσε ειδική εξάσκηση και η "καταπελταφεσία" ήταν αγώνισμα για νέους. Από την εποχή του Διονυσίου των Συρρακουσών (430-367 π.Χ.), μέχρι την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου η προσφορά και η ζήτηση βλητικών μηχανών, δηλ. καταπελτών, ήταν ιδιαίτερα μεγάλες. Κατά τον 2ο αι. π.Χ. στην Αλεξάνδρεια, η παραγωγή οδήγησε στην μαθηματική τυποποίηση των μεγεθών τους, με βάση το ζητούμενο βάρος λίθου ή το μήκος του βέλους για το οποίο προοριζόταν. Ο Φίλων είχε προτείνει την αντικατάστασή τους από μεταλλικά ελατήρια και τύμπανα με συμπιεζόμενο αέρα. 

Θεωρητική πρόταση του καθ. Θ. Κορρέ. Ο παλίντονος πετροβόλος καταπέλτης, γνωστός από τους αλεξανδρινούς χρόνους, έχει τροποποιηθεί από τον Κτησίβιο, τον Φίλωνα και τον Ήρωνα για να τελειοποιηθεί αργότερα από τον Αγησίστρατο και από τους Ρωμαίους, σύμφωνα με το Βιτρούβιο. Αναφέρεται επίσης και από τον Προκόπιο και από Άραβες συγγραφείς.

Με δέσμες σχοινιών από βοδινά νεύρα ή ανθρώπινες τρίχες