Λατέρνα

E. POLYCARPE
00494
Ύψος (m):1.13 Διάμετρος (m):0.00 Πλάτος(m):0.47 Βάρος (Kgr)0.00 Αναλυτικές διαστάσεις:
Μήκος (m):0.71
E. POLYCARPE, SALONIQUE, βλέπε και ΨΦ 494_1.jpg
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΣ ΒΙΟΣ / ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ / ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ Λαογραφικά Αντικείμενα
01-07-1933

Η λατέρνα είναι ένα αυτόματο μουσικό όργανο που έχει πάρα πολλές ομοιότητες με το πιάνο. Αποτελείται από δύο μέρη: α) το πάνω μέρος που περιλαμβάνει τις χορδές απ’ το πάνω μπαλκόνι μέχρι το κάτω και το ηχείο, β) το κάτω μέρος, το κιβώτιο που περιλαμβάνει τον κύλινδρο και τους μηχανισμούς του. Τα πλήκτρα (τα σφυράκια όπως λένε και στο πιάνο) ανήκουν στο κάτω μέρος, ουσιαστικά όμως αποτελούν αυτοτελές κομμάτι. Έτσι θα μπορούσε κάποιος να διαλέξει ένα πάνω μέρος και μετά ένα κάτω και να τα ενώσει. Οι λατέρνες είχαν 33, 35 ή 37 «φωνές» δηλαδή χορδές, και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να έχουν διαφορετικό μέγεθος, άλλες ήταν μεγάλες ή μικρές, τόσο στο ύψος όσο όμως και  στο πλάτος. Επίσης υπάρχει 1 κουδούνι που δίνει διαφορετικό τόνο στον ήχο.

Το κομμάτι που ουσιαστικά «παίζει» τα τραγούδια είναι ο κύλινδρος και μπορεί να αλλάζει .

 Οι χορδές καταλαμβάνουν 3,5 οκτάβες. Μία από αυτές είναι μπάσα, είναι μη πλήρη οκτάβα (7 χορδές από χαλκό). Οι χορδές και τα κλειδιά είναι χορδές και κλειδιά πιάνου. Το πάνω μπαλκόνι είναι από οξιά για να αντέχει τις εντάσεις (περίπου 5 τόνοι), το ηχείο είναι από ερυθρελάτη και ο κύλινδρος από φλαμούρι για να καρφώνονται σωστά και σταθερά τα καρφιά. Υπάρχει μία βίδα ρύθμισης ή εντάσεως κάτω από το πληκτρολόγιο που φέρνει το πληκτρολόγιο πιο κοντά ή πιο μακριά απ’ τον κύλινδρο αυξομειώνοντας την ένταση του οργάνου. Μια άλλη βίδα, η «ρέγουλα», που βρίσκεται αριστερά απ’ το πληκτρολόγιο το μετακινεί αριστερά ή δεξιά για να ρυθμίζονται οι μετακινήσεις που οφείλονται σε αλλαγές της υγρασίας ισορροπίας των ξύλων. Τέλος, υπάρχει ένας μοχλός ασφάλισης που ελευθερώνει τον κύλινδρο για να μπορεί να μετακινηθεί ή να αντικατασταθεί. Αξίζει να σημειωθεί ότι η κατασκευή της λατέρνας διαρκεί περίπου 3 μήνες.
Η λειτουργία της λατέρνας γίνεται με την περιστροφή της μανιβέλας. Η κίνηση μέσω ενός γραναζιού και ενός στρόφαλου μεταφέρεται στον κύλινδρο. Ο κύλινδρος έχει πάνω του καρφωμένα καρφιά που ακουμπάνε στα ατσαλάκια δηλαδή στις ατσάλινες άκρες 10 περίπου χιλιοστών που βρίσκονται στις άκρες των πλήκτρων (σφυράκια). Καθώς περιστρέφεται ο κύλινδρος, τα καρφιά παρασύρουν τα ατσαλάκια άρα και τα σφυράκια, τα ανασηκώνουν και στη συνέχεια τα απελευθερώνουν. Καθώς τα ατσαλάκια μαζί με τα σφυράκια επιστρέφουν στην αρχική τους θέση –με τη βοήθεια ελατηρίων- προσκρούουν στις χορδές και παράγεται ο ήχος.

Η απόσταση ανάμεσα σε δύο διαδοχικά πλήκτρα είναι 13 χιλιοστά που επιτρέπει την ύπαρξη 9 καρφιών έτσι σε κάθε κύλινδρο μπορούν να καταγραφούν ως 9 τραγούδια. Για την αλλαγή τραγουδιού,  σηκώνεται ο μοχλός ασφαλίσεως και μετακινώντας τον κύλινδρο δεξιά ή αριστερά αλλάζει σειρά καρφιών.

 Η ταχύτητα του τραγουδιού εξαρτάται από την απόσταση ανάμεσα στα καρφιά του ίδιου τραγουδιού, απ’ το ύψος τους και απ’ την κίνηση της μανιβέλας. Έτσι ο χειριστής θα πρέπει να περιστρέφει την μανιβέλα με την σταθερή κατάλληλη ταχύτητα αλλά και να μειώνει την ταχύτητα στο τέλος του τραγουδιού για το

Το σημαντικότερο ρόλο στη λατέρνα κατέχει η καταγραφή των τραγουδιών στον κύλινδρο, δηλαδή το κατάλληλο κάρφωμα ή «σταμπάρισμα». Ο «σταμπαδόρος» θα έπρεπε να έχει και τεχνικές και μουσικές δεξιότητες. Αρχικά το τραγούδι αποτυπώνεται σε παρτιτούρα. Στη συνέχεια τοποθετείται στην εσωτερική μεριά της λατέρνας, πίσω ακριβώς απ’ τη μανιβέλα, ένα ειδικό «ρολόι». Ακριβώς έξω από τη λατέρνα, και  πίσω από τη μανιβέλα τοποθετείται ένας λεπτοδείχτης  που ευθυγραμμίζεται με το «ρολόι». Για κάθε νότα, γυρίζει η μανιβέλα μέχρι ο λεπτοδείκτης να δείξει την χρονική αξία της νότας στο ρολόι. Τότε ο «σταμπαδόρος» πατάει ελαφρά το αντίστοιχο πλήκτρο έτσι ώστε το ατσαλάκι (στην άκρη του πλήκτρου)  να σημαδέψει ελαφρά τον κύλινδρο. Αφού η διαδικασία επαναληφθεί για όλες τις νότες των 9 τραγουδιών, ξεκινάει το κάρφωμα. Υπάρχουν τριών ειδών καρφιά: 1. Πόντοι, καρφιά μήκους 6 χιλιοστών χρησιμοποιούνται για μεγάλες χρονικές αξίες. 2. Τα τέρτσα, καρφιά μήκους 5 χιλιοστών χρησιμοποιούνται κυρίως για τα όγδοα και μπαίνουν σε σειρές. 3. Τρίλιες, καρφιά μήκους 4 χιλιοστών, αιχμηρά προς τα πάνω κοντά, τετραγωνοποιημένα, μπακιρένια. Για κάθε τύπο καρφιού υπάρχει το ανάλογο «ζουμπαδάκι» που εξασφαλίζει το ισοϋψές κάρφωμα. Όλη η διαδικασία του τυπώματος διαρκεί 20-25 ημέρες. 

Η πρώτη Ελληνική λατέρνα δημιουργήθηκε γύρω στα 1880 στην Κωνσταντινούπολη από τον Έλληνα Ιωσήφ Αρμάου και τον Ιταλού Giuseppe Turconi. Ουσιαστικά ήταν μια παραλλαγή ενός ήδη επιτυχημένου φορητού αυτόματου πιάνου, της «ρομβίας», με πιο σημαντική διαφορά την αντικατάσταση της σιδερένιας βάσης των χορδών από ξύλινη. Οι δυο τους είχαν δημιουργήσει ένα συνεταιρισμό όπου είχαν διαχωρίσει τη δουλειά σε δύο κομμάτια. Ο Turconi ασχολιόταν με το κατασκευαστικό κομμάτι ενώ ο Αρμάος με την καταγραφή, δηλαδή το «σταμπάρισμα» των τραγουδιών.